- ἐμπακτόω
- ἐμπακτόω,A close by stuffing in or caulking,
τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.